- αναποφλοίωτος
- -η, -οαυτός που δεν αποφλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αποφλοιωθεί, αξεφλούδιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αποφλοιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.